ταυτοπροσωπία
Προφορά
Ετυμολογία
ταυτοπροσωπία ταυτοπρόσωπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ταυτοπροσωπία
✦ συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο ρήμα και απαρέμφατο έχουν το ίδιο υποκείμενο
✦ ταυτότητα υποκειμένου σε δύο ή περισσότερες προτάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ετεροπροσωπία
Επιρρήματα
–