ταραντέλα


ταραντέλα
Προφορά

Ετυμολογία
ταραντέλα └ιταλ┘tarantella (= χορός από τον Τάραντα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ταραντέλα

✦ είδος εύθυμου ιταλικού λαϊκού χορού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.