ταιριάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ταιριάζω ταίρι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ταιριάζω
✦ συνδέω δύο όμοια πράγματα σε ζεύγος, κάνω ταίρια
✦ συνδυάζω: φρ. τα ταιριάξανε, συμβιβάστηκαν, τα συμφωνήσανε
✦ (αμτβ.) συνδυάζομαι, συναρμόζομαι, βρίσκομαι σε συμφωνία
✦ (απρόσ.) ταιριάζει, αρμόζει, πρέπει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–