τέσσερα
Προφορά
Ετυμολογία
τέσσερα μεταγενέστερη ελληνική τέσσερα
Ερμηνεία
τέσσερα
✦ άκλ. απόλ. αριθμ. αριθμός που εκφράζει ποσότητα από τρεις και μία μονάδες: φρ. τα μάτια σου τέσσερα, πρόσεχε πολύ – δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα, είναι ανίδεος – (για νήπια) πάει με τα τέσσερα, μπουσουλώντας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–