τάτσι μίτσι κότσι


τάτσι μίτσι κότσι
Προφορά

Ετυμολογία
τάτσι μίτσι κότσι κατά Α. Φλώρο, πιθανόν από το └σλαβ┘ himitice. Κατά Ζάχο (Λεξικό της Πιάτσας), από τα αρβανίτικα υποκοριστικό ον. Τάτση (Παναγιώτης), Μήτση (Δημήτριος), Κώτση (Κωνσταντίνος)

Ερμηνεία
τάτσι μίτσι κότσι

✦ ως επίρρ. γρήγορα και με τρόπο μυστικό· λέγεται για πρόσ. που υπάρχει μεταξύ τους αλληλεγγύη και συνεργασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.