τάπα
Προφορά
Ετυμολογία
τάπα └γαλλ┘ tape
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τάπα
✦ πώμα, βούλωμα ιδ. από φελλό
✦ (μτφ. ) ο πολύ κοντός άνθρωπος
✦ (αθλητ.) στο μπάσκετ, κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης σταματά την πορεία της μπάλας προς το καλάθι
✦ φρ. τάπα στο μεθύσι, τύφλα στο μεθύσι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–