συνθήκη
Προφορά
Ετυμολογία
συνθήκη αρχαία ελληνική συνθήκη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνθήκη
✦ συμφωνία, σύμβαση, ιδ. μεταξύ κρατών
✦ πληθ. οι συνθήκες, όροι, περιστάσεις
✦ φρ. κατά συνθήκην, κατά σιωπηρή παραδοχή
✦ τα κατά συνθήκην ψεύδη, κοινωνικοί θεσμοί, γενικά παραδεκτές συνήθειες όπου προέχει το ψέμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–