συμπληρωματικός
Προφορά
Ετυμολογία
συμπληρωματικός συμπλήρωμα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συμπληρωματικός -ή, -ό
✦ που χρησιμεύει για συμπλήρωση, που αποτελεί συμπλήρωμα
✦ (μαθημ.) συμπληρωματικές γωνίες, που το άθροισμά τους ισούται με μια ορθή γωνία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
συμπληρωματικά (Κ συμπληρωματικώς)