συλλογικός
Προφορά
Ετυμολογία
συλλογικός σύλλογος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συλλογικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με σύλλογο, με οργανωμένη ομάδα
✦ που περιλαμβάνει ή αφορά πολλά πρόσωπα ή πράγματα: συλλογικό συμφέρον – συλλογική ευθύνη
✦ που προέρχεται από πολλούς, ομαδικός: συλλογική προσπάθεια
✦ τα συλλογικά, ο νους, το μυαλό: φρ. του πήρε τα συλλογικά του, τον ξεμυάλισε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ατομικός
Επιρρήματα
–