στρατωνισμός
Προφορά
Ετυμολογία
στρατωνισμός στρατωνίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο στρατωνισμός
✦ εγκατάσταση στρατιωτών σε καταλύματα
✦ το σύνολο των καταλυμάτων που χρησιμοποιούνται για τη διαμονή στρατιωτών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–