στελεχιακός
Προφορά
Ετυμολογία
στελεχιακός στέλεχος
Ερμηνεία
στελεχιακός
✦ κ. στελεχιακός, -ή, -ό επίθ. ο αναφερόμενος στα στελέχη κόμματος, οργανισμού, υπηρεσίας, εταιρείας κτλ.: ό,τι πιο σημαντικό διαθέτει το ΠΑΣΟΚ σε στελεχικό δυναμικό (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–