σταυρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
σταυρώνω μεσαιωνική ελληνική σταυρώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σταυρώνω
✦ θανατώνω με καθήλωση στο σταυρό
✦ (μτφ. ) τυραννώ, βασανίζω
✦ (μτφ. ) ικετεύω, παρακαλώ κάποιον: τον σταύρωσα να μου αποκαλύψει τον δράστη αλλά αρνήθηκε
✦ τοποθετώ ή δένω δύο πράγματα σε σχήμα σταυρού
✦ κάνω το σημείο του σταυρού πάνω σε πρόσωπο για να αποτρέψω κακό: σταύρωσέ το το παιδί μην το βασκάνουν
✦ φρ. σταυρώνω τα χέρια, αδρανώ, μένω άπραγος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–