σταυρός
Προφορά
Ετυμολογία
σταυρός αρχαία ελληνική σταυρός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σταυρός
✦ παλαιότερο όργανο θανατικής εκτέλεσης αποτελούμενο από δύο δοκάρια σε σχήμα Τ, όπου καρφωνόταν ο κατάδικος με τεντωμένα χέρια
✦ (εκκλ.) το όργανο αυτό ή το σχήμα του (σε τελική μορφή +) ως σύμβολο του χριστιανισμού
✦ σχετικό κόσμημα
✦ το σχήμα που κάνουν οι χριστιανοί με τα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού κατά την προσευχή
✦ καθετί που έχει σταυροειδές σχήμα
✦ το σημείο του μετώπου ανάμεσα στα φρύδια και τη ρίζα της μύτης
✦ (ζωολ.) το θαλασσινό ζώο αστερίας
✦ (ναυτ.) είδος δεσίματος, σταυρόκομπος
✦ φρ. κάνω το σταυρό μου, σταυροκοπιέμαι· (κ. μτφ.) εκπλήσσομαι, απορώ – με το σταυρό στο χέρι, για τρόπο ζωής ηθικό και άμεμπτο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–