στέμμα
Προφορά
Ετυμολογία
στέμμα αρχαία ελληνική στέμμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στέμμα
✦ αυτό με το οποίο στέφεται κανείς, στεφάνι
✦ διάδημα της κεφαλής ως σύμβολο βασιλικής εξουσίας, κορόνα
✦ η βασιλική εξουσία και ο ίδιος ο βασιλιάς
✦ (αστρον.) έγχρωμος δακτύλιος που περιβάλλει τον ήλιο ή τη σελήνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–