στέκομαι


στέκομαι
Προφορά

Ετυμολογία
στέκομαι μεταγενέστερη ελληνική στέκομαι

Ερμηνεία
στέκομαι

✦ κ. στέκομαι ρ. (στάθηκα) παύω να προχωρώ, σταματώ
✦ μένω όρθιος, ακίνητος
✦ παύω να λειτουργώ
✦ παύω να ρέω ή να κινούμαι
✦ δείχνομαι, εμφανίζομαι
✦ βοηθώ, συμπαραστέκομαι σε κάποιον
✦ (με αισχρή σημ.) δέχομαι να γίνω αντικείμενο σαρκικής ικανοποίησης
✦ (ως απρόσ.) στέκει, πρέπει, ταιριάζει ή ευσταθεί: αυτό που είπες δε στέκει
✦ φρ. του στάθηκα, τον βοήθησα
✦ στάθηκε, συνέβη
✦ στέκει ή στέκεται καλά, είναι γερός ή έχει καλή οικονομική κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.