στέκι
Προφορά
Ετυμολογία
στέκι στέκει, γ΄ εν. πρόσ. του ρήματος στέκω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στέκι
✦ το μέρος όπου συχνάζει κανείς: το μαγαζί αυτό ήταν το στέκι μας για πολλά χρόνια – το παλιό στέκι της γειτονιάς, όπου άλλοτε μαζευόμασταν οι φίλοι (Μ. Κουμανταρέας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–