σπονδυλολίσθηση
Προφορά
Ετυμολογία
σπονδυλολίσθηση └αγγλ┘spondylolisthesis
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σπονδυλολίσθηση
✦ η ολίσθηση, το γλίστρημα προς τα εμπρός ενός σπονδύλου σε σχέση με τον υποκείμενο σπόνδυλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–