σπογγαλιευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
σπογγαλιευτικός σπογγαλιεία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σπογγαλιευτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη σπογγαλιεία ή τον σπογγαλιέα, σφουγγαράδικος
✦ ουδ. το σπογγαλιευτικό(ν) ως ουσ., πλοίο σπογγαλιείας, σφουγγαράδικο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–