σπιλιάδα
Προφορά
Ετυμολογία
σπιλιάδα αρχαία ελληνική σπιλάς
Ερμηνεία
σπιλιάδα
✦ (Κ σπιλάς, -άδος) δυνατή και παροδική πνοή ανέμου: και να, ανοιγμένο το πανί μες σε σπιλιάδες και ριπές (Μ. Μαλακάσης)
Συνώνυμα
ρεφούλι, ανεμοσυρμή
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–