σπεύδω


σπεύδω
Προφορά

Ετυμολογία
σπεύδω αρχαία ελληνική σπεύδω

Ερμηνεία
ρήμα σπεύδω

✦ πηγαίνω κάπου βιαστικά, τρέχω
✦ ενεργώ με βιασύνη, βιάζομαι να προλάβω ή να επιτύχω κάτι
✦ φρ. σπεύδε βραδέως, να ενεργείς μεν γρήγορα αλλά με σύνεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.