σορός Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply σορόςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/σορός.mp3Ετυμολογίασορός αρχαία ελληνική σορός (= νεκροθήκη) Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η σορός ✦ φέρετρο, νεκροφόρα ✦ (συνεκδ.) ο νεκρός, το λείψανο: η σορός του εκλιπόντος Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–