σκότος
Προφορά
Ετυμολογία
σκότος αρχαία ελληνική σκότος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σκότος
✦ σκοτάδι
✦ (μτφ. ) άγνοια, αμάθεια
✦ (μτφ. ) μυστήριο, ασάφεια
✦ πληθ. τα σκότη, το έρεβος του θανάτου, ο Άδης: μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη (Ρ. Φιλύρας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φως
Επιρρήματα
–