σκοπιά
Προφορά
Ετυμολογία
σκοπιά αρχαία ελληνική σκοπιά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σκοπιά
✦ θέση απ’ όπου μπορεί κανείς να παρατηρεί
✦ ξύλινο παράπηγμα για προφύλαξη του σκοπού στρατιώτη
✦ (μτφ. ) άποψη για ένα θέμα, οπτική γωνία από την οποία εξετάζει κάποιος ένα ζήτημα: οι αντάρτες, από τη δική τους καθαρά σκοπιά, μπορούσαν να επικαλεστούν κάποια δίκαια (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
παρατηρητήριο, βίγλα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–