σκοντάβω


σκοντάβω
Προφορά

Ετυμολογία
σκοντάβω μεσαιωνική ελληνική σκονδάπτω, σκοντάπτω και κονδάπτω

Ερμηνεία
σκοντάβω

✦ κ. σκοντάβω ρ. (σκόνταψα) προσκρούω κάπου με το πόδι κατά το βάδισμα
(μτφ. ) συναντώ εμπόδια σε προσπάθεια, ενέργεια κτλ.: αλλά όταν πρόκειται να γράψει ένα βιβλίο, σκοντάφτει σε ανυπέρβλητες δυσκολίες (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.