σκολνώ
Προφορά
Ετυμολογία
σκολνώ αρχαία ελληνική σχολάζω
Ερμηνεία
σκολνώ
✦ κ. σκολνώ, -άς, -ά ρ. (σκόλασα, σκολασμένος) σταματώ να δουλεύω: πάνω στην ώρα που σκόλαζαν οι μαστόροι (Π. Πρεβελάκης)
✦ απολύω ή απολύομαι από δουλειά
✦ τελειώνω μάθημα στο σχολείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–