σκαρφαλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
σκαρφαλώνω καρφαλώνω ή σκαλώνω + καρφώνω (συμφυρμός)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκαρφαλώνω
✦ αναρριχώμαι, σκαλώνω: πρέπει να έχεις τα μέσα για να σκαρφαλώσεις στους απότομους βράχους (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–