σισύφειος


σισύφειος
Προφορά

Ετυμολογία
σισύφειος αρχαία ελληνική σισύφειος

Ερμηνεία
επίθετο┘ σισύφειος -α, -ο

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στο Σίσυφο
(μτφ. ) δύσκολος, ακατόρθωτος
(μτφ. ) μάταιος: σισύφεια προσπάθεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.