σιδηρούς


σιδηρούς
Προφορά

Ετυμολογία
σιδηρούς αρχαία ελληνική σιδηροῦς

Ερμηνεία
σιδηρούς

✦ -ά, -ούν επίθ. ο κατασκευασμένος από σίδερο, σιδερένιος
(μτφ. ) πολύ σκληρός ή αλύγιστος: ο σιδηρούς καγκελάριος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.