σιδερένιος


σιδερένιος
Προφορά

Ετυμολογία
σιδερένιος σίδερο

Ερμηνεία
επίθετο┘ σιδερένιος -ια, -ιο

✦ φτιαγμένος από σίδερο: σιδερένιο σκεύος
(μτφ. ) πολύ γερός: σιδερένια κράση – και σιδερένιο κι άξιο πλάσε το κορμί (Κ. Παλαμάς)
(μτφ. ) σκληρός: σιδερένια διακυβέρνηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.