σθένος
Προφορά
Ετυμολογία
σθένος αρχαία ελληνική σθένος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σθένος
✦ σωματική ή ηθική δύναμη, θάρρος, ευψυχία
✦ (χημ.) η ιδιότητα των ατόμων ενός στοιχείου να ενώνονται με άλλα άτομα, ρίζες ή ομάδες ατόμων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ασθένεια
Επιρρήματα
–