σεκλετίζω
Προφορά
Ετυμολογία
σεκλετίζω └τουρκ┘sιkιldιm, αόρ. του sιkιlmak
Ερμηνεία
σεκλετίζω
✦ κ. σεκλεντίζω ρ. (σεκλε(ν)τ-ίστηκα, -ισμένος) στενοχωρώ, λυπώ, κάνω κάποιον να υποφέρει: μη σεκλετίζεις το παιδί
✦ (παθ.) σεκλετίζομαι, θλίβομαι, στενοχωρούμαι, ιδ. από έρωτα: μη σεκλετίζεσαι, λεβέντη μου, γι’ αυτή την ηθοποιό (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–