σαμπανιέρα
Προφορά
Ετυμολογία
σαμπανιέρα σαμπάνια + κατάλ. -ιέρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σαμπανιέρα
✦ δοχείο με κομμάτια πάγου στο οποίο τοποθετείται το μπουκάλι της σαμπάνιας, για να διατηρείται δροσερό το περιεχόμενό του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–