σίφωνας
Προφορά
Ετυμολογία
σίφωνας αρχαία ελληνική σίφων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σίφωνας
✦ μεγάλη στήλη νερού, υδρατμών ή σκόνης που προχωρεί περιδινούμενη πάνω από τη θάλασσα ή τη γη, σίφουνας: η αστραπή να τους καύσει και ο σίφων να τους πνίξει (Αλ. Παπαδιαμάντης)
✦ το σιφόνι (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–