ρωμαιοκαθολικός
Προφορά
Ετυμολογία
ρωμαιοκαθολικός Ρώμη + καθολικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ρωμαιοκαθολικός -ή, -ό
✦ ο αναγόμενος στον καθολικισμό της Ρώμης: ρωμαιοκαθολική εκκλησία – ρωμαιοκαθολικές συνήθειες και παραδόσεις
✦ (ως ουσ.) ο πιστός του καθολικισμού της Ρώμης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–