ρωμαίικος
Προφορά
Ετυμολογία
ρωμαίικος μεσαιωνική ελληνική ρωμαίικος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ρωμαίικος -η, -ο
✦ ο σχετικός με τους Ρωμιούς, τους νεότερους Έλληνες, νεοελληνικός
✦ ουδ. το ρωμαίικο ως ουσ., το νέο ελληνικό κράτος: άραγε, θα διορθωθεί ποτέ το ρωμαίικο;
✦ πληθ. ουδ. τα ρωμαίικα ως ουσ., η νεοελληνική γλώσσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–