ρουμπρίκα
Προφορά
Ετυμολογία
ρουμπρίκα └γαλλ┘ rubrique (= τίτλος κεφαλαίων σε βιβλία δικαίου, τυπωμένος με κόκκινη μελάνη)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ρουμπρίκα
✦ ερυθρόγραφη λειτουργική οδηγία στο περιθώριο εκκλησιαστικού βιβλίου
✦ (τυπογρ.) έγχρωμο, συνήθ. παραλληλόγραμμο, διακοσμητικό σχέδιο, στις ενάρξεις ή ενδιάμεσα των κεφαλαίων εντύπου
✦ τίτλος περιοδικού ή εφημερίδας, ενδεικτικός του περιεχομένου άρθρου: το άρθρο δημοσιεύτηκε κάτω από τη ρουμπρίκα των σπορ
✦ μόνιμη ή τακτική στήλη εντύπου που ασχολείται με καθορισμένο θέμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–