πυρ
Προφορά
Ετυμολογία
πυρ αρχαία ελληνική πῦρ
Ερμηνεία
πυρ
✦ η φωτιά
✦ φρ. γραμμή πυρός, η πρώτη γραμμή της μάχης – γίνομαι παρανάλωμα του πυρός, καταστρέφομαι τελείως με πυρπόληση – δια πυρός και σιδήρου, με πυρπολήσεις και σφαγές· (κ. μτφ.) μέσα από κινδύνους και ταλαιπωρίες – πυρ και μανία, πολύ οργισμένος
✦ (στρατ.) πυροβολισμός, βολή πυροβόλου όπλου
✦ πυρ! ως παράγγελμα, πυροβολήστε
✦ (στον πληθ. μτφ.) πυρά, σφοδρές επιθέσεις: η κυβέρνηση δέχτηκε τα πυρά του αντιπολιτευόμενου τύπου – φρ. μεταξύ δύο πυρών, ανάμεσα σε δύο εχθρούς που βάλλουν από αντίθετες θέσεις ή με διαφορετικούς τρόπους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–