πυξίδα
Προφορά
Ετυμολογία
πυξίδα αρχαία ελληνική πυξίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πυξίδα
✦ μικρό κουτί από ξύλο πύξου
✦ όργανο προσανατολισμού, βασισμένο στην ιδιότητα της μαγνητικής βελόνας να έλκεται πάντοτε προς τον βορρά, ο μπούσουλας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–