πυλώνας
Προφορά
Ετυμολογία
πυλώνας αρχαία ελληνική πυλών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πυλώνας
✦ μεγάλη πύλη που αποτελεί την κύρια είσοδο ναού, ανακτόρου, μονής κτλ.
✦ (ειδ.) καθένας από τους δύο πύργους στις γωνίες των προσόψεων των αιγυπτιακών ναών και ανακτόρων
✦ (τεχνολ.) κατασκευή που μοιάζει με πύργο και χρησιμεύει ως υποστύλωμα για τα καλώδια μεταφοράς του ηλεκτρικού ρεύματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–