πυκνωτικός


πυκνωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
πυκνωτικός μεταγενέστερη ελληνική πυκνωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πυκνωτικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην πύκνωση ή που προκαλεί πύκνωση

Συνώνυμα

Αντίθετα
αραιωτικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.