πρόπολη
Προφορά
Ετυμολογία
πρόπολη αρχαία ελληνική πρόπολις (= προάστιο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρόπολη
✦ ρητινώδης ή κολλώδης ύλη που χρησιμοποιούν οι μέλισσες στο εσωτερικό των κυψελών τους για να φράζουν τις ρωγμές, να στερεώνουν τις κερήθρες ή να επαλείφουν τα τοιχώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–