πρόδρομος
Προφορά
Ετυμολογία
πρόδρομος αρχαία ελληνική πρόδρομος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πρόδρομος -η, -ο
✦ που εμφανίζεται πριν από άλλον σημαντικότερο, που προπορεύεται, προάγγελος
✦ (συνεκδ.) που προπαρασκευάζει τη δράση άλλου |(ιατρ.) πρόδρομα φαινόμενα, συμπτώματα ή σημεία που προηγούνται από τα τυπικά συμπτώματα μιας νόσου και προαγγέλλουν την εμφάνισή τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–