πρωτομάρτυρας
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτομάρτυρας μεταγενέστερη ελληνική πρωτομάρτυς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πρωτομάρτυρας
✦ ο πρώτος που βρήκε μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική του πίστη
✦ (γεν.) πρωτομάρτυρες, οι πρώτοι μάρτυρες ιδεολογικού αγώνα: οι πρωτομάρτυρες της εθνικής ανεξαρτησίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–