πρυτανείο
Προφορά
Ετυμολογία
πρυτανείο αρχαία ελληνική πρυτανεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πρυτανείο
✦ (αρχαία ελληνική) δημόσιο οικοδόμημα στην αρχαία ελληνική Αθήνα, έδρα των πρυτάνεων (= πενήντα βουλευτών από τις δέκα φυλές), όπου και σιτίζονταν δημοσία δαπάνη, εκτός από τους πρυτάνεις, οι ξένοι απεσταλμένοι στην Αθήνα και Αθηναίοι ή ξένοι πολίτες που είχαν προσφέρει υπηρεσίες στην πόλη των Αθηνών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–