προχωρημένος
Προφορά
Ετυμολογία
προχωρημένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος προχωρώ
Ερμηνεία
προχωρημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ προκεχωρημένος, -η, -ον) (για χρόνο) που έχει διανύσει ένα διάστημα, που έχει περάσει: προχωρημένη νύχτα – ηλικία
✦ που έχει προοδεύσει, προκόψει σε κάτι: είναι προχωρημένος στα μαθήματα
✦ νεωτεριστικός, προοδευτικός: προχωρημένη θέση, άποψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–