προτεσταντισμός


προτεσταντισμός
Προφορά

Ετυμολογία
προτεσταντισμός └γαλλ┘ protestantisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προτεσταντισμός

✦ το σύνολο των δυτικών δογμάτων και εκκλησιών, που προέρχονται από τη θρησκευτική μεταρρύθμιση του Λουθήρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.