προσωπείο
Προφορά
Ετυμολογία
προσωπείο μεταγενέστερη ελληνική προσωπεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προσωπείο
✦ προσωπίδα, μάσκα: τάχα γιατί η ψυχή μου να κρυφτεί πίσω απ’ το σκοτεινό το προσωπείο; (Γ. Γεραλής)
✦ (μτφ. ) πρόσχημα, προσποίηση
✦ φρ. έπεσε – αφαιρέθηκε το προσωπείο, αποκαλύφτηκε ποιος πραγματικά είναι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–