προσεταιρισμός


προσεταιρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
προσεταιρισμός προσεταιρίζομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προσεταιρισμός

✦ απόκτηση φίλων, οπαδών: με τις υποσχέσεις επέτυχε τον προσεταιρισμό πολλών πρώην αντιπάλων του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.