προπαρασκευαστικός
Προφορά
Ετυμολογία
προπαρασκευαστικός μεταγενέστερη ελληνική προπαρασκευαστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προπαρασκευαστικός -ή, -ό
✦ που γίνεται ή οργανώνεται για προπαρασκευή: προπαρασκευαστικά μαθήματα – προπαρασκευαστικό τμήμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
προπαρασκευαστικά (Κ προπαρασκευαστικώς)