πρέφα
Προφορά
Ετυμολογία
πρέφα └γαλλ┘ préférence (= προτίμηση)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρέφα
✦ είδος χαρτοπαίγνιου για τρία ή τέσσερα πρόσωπα και με 32 από τα φύλλα της τράπουλας
✦ η δεσμίδα των τριάντα δύο παιγνιόχαρτων
✦ φρ. παίρνω πρέφα, αντιλαμβάνομαι κάτι
Συνώνυμα
μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά, παίρνω κάβο
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–